ξεφαντωτής

ξεφαντωτής
ο весельчак, кутила, гуляка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεφαντωτής" в других словарях:

  • ξεφαντωτής — ο αυτός που διασκεδάζει πολύ, ο γλεντοκόπος: Ξεφαντωτής και νυχτογυρισμένος (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφαντωτής — ο [ξεφαντώνω] ο έκδοτος στα ξεφαντώματα, γλεντοκόπος, γλεντζές …   Dictionary of Greek

  • διονυσιαστής — ο (Α διονυσιαστής) [διονυσιάζω] αυτός που μετέχει στις διονυσιακές γιορτές νεοελλ. αυτός που αγαπά τις έντονες διασκεδάσεις, οργιαστής, βακχευτής, ξεφαντωτής αρχ. οἱ Διονυσιασταί λατρευτικοί θίασοι τού Διονύσου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»